- συμπατριώτης
- ο , συμπατριώτηςισσα η соотечественник, -ца; земля|к, -чка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συμπατριώτης — fellow countryman masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπατριώτης — ο, ΝΜΑ, θηλ. συμπατριώτισσα Ν αυτός που είναι από την ίδια πατρίδα, ομοεθνής νεοελλ. συμπολίτης, συντοπίτης … Dictionary of Greek
συμπατριώτης — ο θηλ. συμπατριώτισσα αυτός που κατάγεται από την ίδια πατρίδα: Στο στρατό συνάντησε πολλούς συμπατριώτες του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συμπατριῶτα — συμπατριώτης fellow countryman masc voc sg συμπατριώτης fellow countryman masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπατριῶται — συμπατριώτης fellow countryman masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπατριώτην — συμπατριώτης fellow countryman masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πατριώτης — Εκείνος που κατάγεται από την ίδια πατρίδα, συμπατριώτης, συμπολίτης, συντοπίτης. Αργότερα πήρε και άλλη σημασία «πολέμησε σαν πατριώτης». Π. ονομάζονταν και οι αντάρτες στο B’ Παγκόσμιο πόλεμο, που πολέμησαν τους στρατιώτες του Άξονα. Στην… … Dictionary of Greek
ξυμπατριώτας — συμπατριώτᾱς , συμπατριώτης fellow countryman masc acc pl συμπατριώτᾱς , συμπατριώτης fellow countryman masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπατριώτα — συμπατριώτᾱ , συμπατριώτης fellow countryman masc nom/voc/acc dual συμπατριώτᾱ , συμπατριώτης fellow countryman masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλχημεία — Ψευδοεπιστήμη που ασκήθηκε κατά την τελευταία περίοδο της αρχαιότητας και τον Μεσαίωνα. Σκοπός της ήταν η μετατροπή οποιουδήποτε μετάλλου σε χρυσό, ενώ ορισμένοι κλάδοι της οδήγησαν σιγά σιγά στη σύγχρονη χημεία. Ετυμολογικά, η λέξη α. φαίνεται… … Dictionary of Greek
γκολφ — Άθλημα ανοιχτού χώρου. Κατά τη διάρκειά του, κάθε παίκτης προσπαθεί να ρίξει την μπάλα με όσο το δυνατόν λιγότερα χτυπήματα, μέσα σε διαδοχικές τρύπες ενός κατάλληλα διαμορφωμένου γηπέδου.Κάθε παίκτης χτυπάει την μπάλα με κατάλληλα ρόπαλα… … Dictionary of Greek